Ο ώμος αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο μέρος του σώματος, αποτελούμενο από τέσσερις κύριες “υποαρθρώσεις”: τη γληνοβραχιόνιο, την ακρωμιοκλειδική, την κλειδοστερινική και τη θωρακοωμοπλατιαία, οι οποίες συμβάλλουν στην ευέλικτη κίνηση του. Αυτή η σύνθετη δομή συνδέει το άνω άκρο με τον κορμό, επιτρέποντας μας να εκτελούμε μία πληθώρα κινήσεων.
Τα στοιχεία που απαρτίζουν τη γληνοβραχιόνιο άρθρωση, με την ιατρική ορολογία του ώμου, περιλαμβάνουν την κεφαλή του βραχιονίου, την ωμογλήνη της ωμοπλάτης και την κλείδα.
Το εξάρθρημα του ώμου αφορά την απώλεια της φυσιολογικής θέσης των συνδέσμων, των μυών και του θύλακα της άρθρωσης. Συγκεκριμένα, η κεφαλή του βραχιονίου οστού μετακινείται προς τα εμπρός ή προς τα πίσω από την ωμογλήνη.
Συνήθως, τα εξαρθρήματα του ώμου εμφανίζονται προς τα εμπρός, λιγότερο προς τα πίσω, ή ακόμα και προς την μασχαλιαία περιοχή. Η κατεύθυνση της δύναμης που ασκείται στο κεντρικό οστό κατά την παρεκτόπιση καθορίζει το είδος του εξαρθρήματος.
Οι αιτίες του εξαρθρήματος του ώμου συνήθως περιλαμβάνουν βίαιες πτώσεις, είτε κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων είτε από ατυχήματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να προκληθεί από κακώσεις που δεν έχουν υψηλή ένταση, ιδίως σε άτομα με χαλαρό συνδετικό ιστό και υπερκινητικότητα του ώμου.
Το κλασικό πρόσθιο εξάρθρημα συνήθως προκαλείται από πτώση με το χέρι ανοιχτό προς τα πλάγια και εκτεθειμένο προς την εξωτερική περιοχή. Μετά τα 50, μπορεί να συνυπάρξει με ρήξη των τενόντων των μυών του στροφικού μανικιού.
Τα συμπτώματα του εξαρθρήματος του ώμου περιλαμβάνουν αστάθεια, έντονο πόνο και μούδιασμα κατά την άρση του χεριού, οιδήματα και επεισόδια υπεξαρθρημάτων. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να περιορίσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς, ενδεχομένως ακόμα και να δυσκολέψουν τον ύπνο του.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, είναι σημαντικό να αναζητηθεί ιατρική βοήθεια από έναν έμπειρο ορθοπαιδικό. Η διάγνωση συνήθως γίνεται με κλινική εξέταση και ακτινογραφίες, με την επιπλέον χρήση μαγνητικής ή αξονικής τομογραφίας ανάλογα με την περίπτωση.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει φάρμακα κατά του πόνου και φυσικοθεραπεία για ανάκτηση της λειτουργικότητας και ενδυνάμωση των μυών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτείται η χειρουργική επέμβαση με αρθροσκόπηση για την αποκατάσταση της άρθρωσης. Ο ασθενής, σε συνεργασία με τον γιατρό του, θα αποφασίσει την καταλληλότερη θεραπεία για την περίπτωσή του.